- Αιγίδιος
- I
(Αegidius, ; – 464) Γαλάτης, ευνοούμενος του αυτοκράτορα Μαϊοριανού (457-461), αρχιστράτηγος Γαλατίας. Από το 461 έως το 463 πολέμησε εναντίον των Γότθων. Το 463 συμμάχησε με τους Βανδάλους προκειμένου να στραφούν από κοινού εναντίον του Ρικίμερου. Πέθανε (κατά μία άποψη, δολοφονήθηκε) πριν προλάβει να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του. Μετά τον θάνατό του οι Γότθοι ολοκλήρωσαν την κατάκτηση των ρωμαϊκών επαρχιών της Γαλατίας.II(τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Άγιος της Δυτ. Εκκλησίας, ελληνικής καταγωγής (Αθηναίος), γνωστός με το όνομα Ζιλ (Gilles, παραφθορά του Α.). Εγκαταστάθηκε στη νότια Γαλλία, όπου έζησε αρχικά ως ερημίτης και αργότερα ίδρυσε μοναστήρι, κοντά στο οποίο χτίστηκε με τον καιρό η ομώνυμη πόλη (Saint Gilles). Από τον 10ο αι., ο τάφος του έγινε κέντρο μεγάλου προσκυνήματος και πολυάριθμοι μύθοι άρχισαν να κυκλοφορούν σχετικά με τη ζωή του. Στο όνομα του αγίου, που θεωρείται προστάτης της γυναικείας γονιμότητας, οικοδομήθηκαν πολλές εκκλησίες, ενώ ένα μέρος των λειψάνων του μεταφέρθηκε στο Σεν-Ζερμέν της Τουλούζ. Η μνήμη του εορτάζεται από τους καθολικούς στις 1 Σεπτεμβρίου.III(Egidio Romano ή Egidio Columna,Ρώμη 1243 – Αβινιόν 1316). Φιλόσοφος και θεολόγος. Ήταν μαθητής του Θωμά του Ακινάτη και απέκτησε φήμη ως καθηγητής της φιλοσοφίας. Διετέλεσε αξιωματούχος του τάγματος των Αυγουστινιανών και αρχιεπίσκοπος της Βούργης (Μπουργκ). Το 1302 έγινε καρδινάλιος. Αν και πολλοί αμφισβητούν εάν υπήρξε δάσκαλος του Φίλιππου του Ωραίου, γεγονός είναι ότι έγραψε γι’ αυτόν τη μελέτη De regimine principum. Συνέταξε επίσης πολλές μελέτες για την εκκλησιαστική πολιτική.
Dictionary of Greek. 2013.